- πανδοχέας
- aubergiste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πανδοχέας — πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος αρχ. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοχευς / δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, οικο δοχεύς] … Dictionary of Greek
πανδοχέας — ο ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανδοκευτής — ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α [πανδοκεύω] 1. πανδοχέας, ξενοδόχος 2. το θηλ. ἡ πανδοκεύτρια μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα … Dictionary of Greek
πανδοκεύς — και πανδοχεύς, έως, ὁ, Α βλ. πανδοχέας … Dictionary of Greek
σταθμούχος — ὁ, Α 1. αυτός που έχει δικό του σπίτι, οικοδεσπότης 2. αυτός που έχει κατάλυμα για οδοιπόρους και ταξιδιώτες, πανδοχέας 3. εκείνος που νοικιάζει μεγάλο οικοδόμημα για να τό υπενοικιάσει κατά τμήματα 4. ιδιοκτήτης σπιτιού στο οποίο έχει καταλύσει… … Dictionary of Greek
χαντζής — και χανιτζής, ο, Ν ιδιοκτήτης πανδοχείου, πανδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. han ci < han (βλ. λ. χάνι) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής), πρβλ. χαλβα τζής] … Dictionary of Greek